Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το φλάουτο

См. также в других словарях:

  • φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… …   Dictionary of Greek

  • φλάουτο — το (λ. ιταλ.), ξύλινο πνευστό όργανο σε σχήμα αυλού, που αποτελείται από ανοιχτό σωλήνα με τρύπες κατά μήκος του και με επιστόμιο στα πλάγια του πάνω άκρου του, ο πλαγίαυλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουάντς, Γιόχαν Γιόακιμ — (Johann Joachim Quantz, Ανόβερο 1697 – Πότσνταμ 1773). Γερμανός μουσικός. Σπούδασε σύνθεση και φλάουτο με τους Φουξ και Μπιφαρντέν. Αργότερα μετέβη στη Ρώμη, όπου σπούδασε την πολυσύνθετη μελοποιία δίπλα στον Γκασπαρίνι. Ήταν ο μεγαλύτερος… …   Dictionary of Greek

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • πίκολο — το, Ν 1. μικρό οριζόντιο φλάουτο με κωνικό ή κυλινδρικό σωλήνα και σύστημα κλειδιών Μπεμ που κουρδίζεται μια οκτάβα ψηλότερα από το καθιερωμένο φλάουτο τής ορχήστρας 2. κοινή ονομασία μικρής φυσαρμόνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccolo «μικρό»] …   Dictionary of Greek

  • φλαουτίστας — ο, θηλ. φλαουτίστα και φλαουτίστρια, Ν μουσικός ειδικευμένος στο φλάουτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. flautista (βλ. και λ. φλάουτο)] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Jacqueline de Romilly — Pour les articles homonymes, voir Romilly et Worms. Jacqueline Worms de Romilly Nom de naissance Jacqueline David Activités Helléniste, philologue, écrivain et professeur Naissance …   Wikipédia en Français

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»